ἐγκέχοδα

ἐγκέχοδα
ἐγκέχοδα,
A v. ἐγχέζω. [full] ἐγκεχρημένος, v. ἐγχράω.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐγκέχοδα — ἐγχέζω incacare perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀγκεχόδασι — ἐγκεχόδᾱσι , ἐγχέζω incacare perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀγκεχόδασιν — ἐγκεχόδᾱσιν , ἐγχέζω incacare perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγχέζω — ἐγχέζω (Α) φρ. 1. «οὗτος τί δέδρακας;» «ἐγκέχοδα» χέστηκα, τά κάνα πάνω μου απ τον φόβο 2. «κἀγκεχοδασί μ οἱ πλουτοῡντες» και τά κάνουν απάνω τους οι πλούσιοι όταν μέ βλέπουν (Αριστφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”